ειδύλλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειδύλλιο < ελληνιστική κοινή εἰδύλλιον (για το λογοτεχνικό είδος)· για νεότερες σημασίες: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική idylle (< λατινική īdyllium < ελληνιστική κοινή εἰδύλλιον). Δείτε και εἶδος, -ύλλιον.
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ειδύλλιο ουδέτερο
- (λογοτεχνία) το ποίημα ή το λογοτεχνικό έργο με ερωτικό κυρίως περιεχόμενο και χαρακτήρα παρόμοιο με το αρχαίο " εἰδύλλιον "
- η ρομαντική ερωτική σχέση
- (ειρωνικό) η σύντομη περίοδος συνεννόησης ή συνεργασίας μεταξύ αντιπάλων
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- στον πληθυντικό, Ειδύλλια, έργο του Θεόκριτου, γραμμένο γύρω στο 280 π.Χ.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)