εικαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εικαστικός < αρχαία ελληνική εἰκαστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εικαστικός, -ή, -ό
- (για τέχνες) που απεικονίζει, που δημιουργεί έργα που απευθύνονται στην όραση
- η ζωγραφική και γλυπτική ανήκουν στις εικαστικές τέχνες
- που αναφέρεται στις τέχνες αυτές
- εικαστικές αναζητήσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εικαστικός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) o καλλιτέχνης των εικαστικών τεχνών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εικαστικός