εικονίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εικονίδιο < (ελληνιστική κοινή) εἰκονίδιον < αρχαία ελληνική εἰκών
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.koˈni.ði.o/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εικονίδιο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (σπάνιο) μικρή (σε μέγεθος) εικόνα
- (πληροφορική) εικονίτσα ή γράφημα στην επιφάνεια εργασίας ή σε φακέλους ηλεκτρονικού υπολογιστή με συντόμευση για το άνοιγμα κάποιου προγράμματος ή για εκτέλεση άλλης εργασίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εικόνα