εικοτολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εικοτολογικός < εικοτολογία + -ικός < αρχαία ελληνική εἰκοτολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ko.to.lo.ʝiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
εικοτολογικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με εικοτολογία, αναφέρεται σ’ αυτή ή προκύπτει εικοτολογώντας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εικοτολογία, εικάζω και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εικοτολογικός