εισαγωγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εισαγωγικός < (ελληνιστική κοινή) εἰσαγωγικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.sa.ɣoˈʝi.kos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.sa.ɣoˈʝi.ci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.sa.ɣoˈʝi.ko/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
εισαγωγικός, -ή, -ό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- εισαγωγικός βαθμός: ο βαθμός με τον οποίος κάποιος εντάσσεται σε κάποιο επαγγελματικό κλάδο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εισαγωγικός
|