εκβλάστηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκβλάστηση | οι | εκβλαστήσεις |
γενική | της | εκβλάστησης* | των | εκβλαστήσεων |
αιτιατική | την | εκβλάστηση | τις | εκβλαστήσεις |
κλητική | εκβλάστηση | εκβλαστήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκβλαστήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκβλάστηση < ελληνιστική κοινή ἐκβλάστησις < αρχαία ελληνική ἐκβλαστάνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκβλάστηση θηλυκό
- (βοτανική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκβλαστάνω / εκβλασταίνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκβλάστηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)