εκβουλγαρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκβουλγαρισμός < εκβουλγαρίζω (εκβουλγάρισ-) + -μός[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ek.vul.ɣa.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐βουλ‐γα‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκβουλγαρισμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα ή η ενέργεια του εκβουλγαρίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκβουλγαρισμός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εκβουλγαρισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας