εκβραχισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκβραχισμός < εκβραχίζω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dérochement)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκβραχισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκβραχίζω, η αφαίρεση βράχων ή τμημάτων τους, προκειμένου να γίνει κάποια εργασία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκβραχισμός