εκδηλωσούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκδηλωσούλα | οι | εκδηλωσούλες |
γενική | της | εκδηλωσούλας | — | |
αιτιατική | την | εκδηλωσούλα | τις | εκδηλωσούλες |
κλητική | εκδηλωσούλα | εκδηλωσούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκδηλωσούλα < εκδήλωση + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκδηλωσούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του εκδήλωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκδηλωσούλα
|