εκδικητικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκδικητικότητα < εκδικητικός + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκδικητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του εκδικητικού, η έφεση προς την εκδίκηση
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις εκδικούμαι και δίκη