εκδορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκδορά | οι | εκδορές |
γενική | της | εκδοράς | των | εκδορών |
αιτιατική | την | εκδορά | τις | εκδορές |
κλητική | εκδορά | εκδορές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκδορά < (ελληνιστική κοινή) ἐκδορά < ἐκδέρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκδορά θηλυκό
- (ιατρική) επιδερμικός τραυματισμός
- ≈ συνώνυμα: αμυχή, γδάρσιμο, γρατζουνιά
- η αφαίρεση του δέρματος ενός σφαχτού