εκκεντρικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκκεντρικότητα < → δείτε τις λέξεις εκκεντρικός και -ότητα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκκεντρικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος εκκεντρικός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εκκεντρικός, κεντρικός και κέντρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκκεντρικότητα