εκκρεμές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκκρεμές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εκκρεμής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.kɾeˈmes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐κρε‐μές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκκρεμές ουδέτερο
- σύστημα που εκτελεί συνεχείς ταλαντώσεις και αποτελείται από ένα βάρος προσαρτημένο στη μία άκρη ενός σκοινιού ή σύρματος ή στελέχους, του οποίου η άλλη άκρη είναι σταθερά στερεωμένη σε ένα ακίνητο σημείο
- ρολόι παλαιού τύπου, που λειτουργεί με το σύστημα που περιγράφεται παραπάνω