εκλέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκλέρ ουδέτερο άκλιτο
- μικρό γλύκισμα από ζύμη και γέμιση κρέμας ή σοκολάτας
εκλέρ ουδέτερο άκλιτο