εκλέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μερικά εκλέρ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκλέρ < γαλλική éclair

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εκλέρ ουδέτερο άκλιτο

  • μικρό γλύκισμα από ζύμη και γέμιση κρέμας ή σοκολάτας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]