εκλαϊκευτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκλαϊκευτικά < εκλαϊκευτικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]εκλαϊκευτικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκλαϊκευτικά
|
εκλαϊκευτικά
|