εκλογομάγειρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.klo.ɣoˈma.ʝi.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κλο‐γο‐μά‐γει‐ρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκλογομάγειρας αρσενικό
- (πολιτική) αυτός που προσπαθεί να «μαγειρέψει», να αλλοιώσει με δόλια και άνομα μέτρα ή επεξεργασία κάποιο εκλογικό αποτέλεσμα ή το σύστημα εκλογής
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις λέγω και μάγειρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκλογομάγειρας
|