εκποδών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκποδών < αρχαία ελληνική ἐκποδών < ἐκ ποδῶν
Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]εκποδών
- (κυριολεκτικά) έξω από τα πόδια, μακριά από τους άλλους
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- θέτω εκποδών: απομακρύνω, απαλλάσσομαι από κάποιον / κάτι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκποδών
|