εκτατά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]εκτατά < εκτατός + -ά < αρχαία ελληνική ἐκτατός < ἐκτείνω < ἐκ + τείνω
Επίρρημα
[επεξεργασία]εκτατά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκτατά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]εκτατά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκτατό