εκτροχιάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκτροχιάζομαι: παθητική φωνή του ρήματος εκτροχιάζω < εκ + τροχός + -ιάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
εκτροχιάζομαι
- βγαίνω από την τροχιά πάνω στην οποία κινούμαι
- (μεταφορικά) παρεκτρέπομαι, ξεφεύγω από τη συμπεριφορά που πρέπει ή οφείλω να έχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκτροχιάζομαι
|