εκφύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκφύομαι < αρχαία ελληνική ἐκφύομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
εκφύομαι
- (βοτανική) φυτρώνω από κάπου ή κάτι, βλασταίνω
- (κατ’ επέκταση) φυτρώνω, αναφύω, εμφανίζομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- έκφυση
- επανεκφύομαι
- → δείτε τη λέξη φύομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκφύομαι
|