ελάχιστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελάχιστα < ελάχιστος + -α < αρχαία ελληνική ἐλάχιστος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈla.çi.sta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λά‐χι‐στα
Επίρρημα
[επεξεργασία]ελάχιστα