ελέφας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ελέφας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλέφας από την αιτιατική ἐλέφαντα. Συγκρίνετε με το ελέφαντας.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελέφας αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- ελέφαντας, ελέφας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας