ελαφροβαρής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ελαφροβαρής | η | ελαφροβαρής | το | ελαφροβαρές |
γενική | του | ελαφροβαρούς* | της | ελαφροβαρούς | του | ελαφροβαρούς |
αιτιατική | τον | ελαφροβαρή | την | ελαφροβαρή | το | ελαφροβαρές |
κλητική | ελαφροβαρή(ς) | ελαφροβαρής | ελαφροβαρές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ελαφροβαρείς | οι | ελαφροβαρείς | τα | ελαφροβαρή |
γενική | των | ελαφροβαρών | των | ελαφροβαρών | των | ελαφροβαρών |
αιτιατική | τους | ελαφροβαρείς | τις | ελαφροβαρείς | τα | ελαφροβαρή |
κλητική | ελαφροβαρείς | ελαφροβαρείς | ελαφροβαρή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελαφροβαρής < ελαφρο- + -βαρής (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική ultralight
Επίθετο
[επεξεργασία]ελαφροβαρής, -ής, -ές
- (τεχνολογία) που έχει εξαιρετικά μικρό βάρος
- ↪ ελαφροβαρής στόκος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελαφροβαρής
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ελαφρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βαρής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)