ελαφρούτσικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελαφρούτσικα < ελαφρούτσικος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]ελαφρούτσικα
- με ελαφρούτσικο τρόπο ή βάρος
- (μεταφορικά) ανόητα, ελαφρόμυαλα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελαφρούτσικα
|