ελεγχοσυνάρτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελεγχοσυνάρτηση | οι | ελεγχοσυναρτήσεις |
γενική | της | ελεγχοσυνάρτησης | των | ελεγχοσυναρτήσεων |
αιτιατική | την | ελεγχοσυνάρτηση | τις | ελεγχοσυναρτήσεις |
κλητική | ελεγχοσυνάρτηση | ελεγχοσυναρτήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελεγχοσυνάρτηση θηλυκό
- (μαθηματικά) συνάρτηση με την οποία ελέγχεται κάτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελεγχοσυνάρτηση
|