ελευθερία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελευθερία < αρχαία ελληνική ἐλευθερία[1] < ἐλεύθερος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελευθερία θηλυκό
- η απουσία εξαναγκασμού και καταπίεσης και κάθε επιμέρους δικαίωμα που αυτή συνεπάγεται
- απόλυτη ελευθερία
- η απουσία καθεστώτος ξένης κατοχής ή τυραννίας
- έπεσε για την ελευθερία της πατρίδας του
- η απουσία εμποδίων
- ελευθερία κινήσεων
- η ανεξαρτησία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελευθερία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ελευθερία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας