ελεφαντουργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελεφαντουργός < ελληνιστική κοινή ἐλεφαντουργός < αρχαία ελληνική ἐλέφας + ἔργον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελεφαντουργός αρσενικό ή θηλυκό
- τεχνίτης που χρησιμοποιεί το ελεφαντόδοντο ως βασική πρώτη ύλη για τη δημιουργία καλλιτεχνημάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελεφαντουργός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)