ελικόρευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελικόρευμα ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος) ρεύμα αέρα που ωθείται προς τα πίσω και γύρω από την έλικα ενός ιπτάμενου μέσου
- ※ Οι ίδιοι κίνδυνοι ανακύπτουν όταν ελικοφόρα χρησιμοποιούν ανάστροφη ώση, αφού λόγω αυτής δημιουργείται ένας δυνατός άνεμος με κατεύθυνση προς τα πίσω (‘prop wash’ - ελικόρευμα), ο οποίος έχει παρόμοιες επιπτώσεις με το ‘jet blast’. (Γρηγορόπουλος, Εργασία @auth.gr)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)