ελλειπτική φράση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελλειπτική φράση < ελλειπτική και φράση
Ελαιογραφία του Νικολά Πουσέν: «et in Arcadia ego». Ελλειπτική πρόταση χωρίς ρήμα που παρέμεινε αινιγματική· ίσως [eram] (ήμουνα κι εγώ στην Αρκαδία [κάποτε εκεί ως θνητός]).

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

ελλειπτική φράση

  • (γραμματική) όρος που αφορά φράσεις στις παραλείπονται λέξεις ή και μεγάλο τμήμα τους χωρίς να γίνονται ακατανόητες
    : Στον παρακάτω διάλογο, η φράση «Κι εγώ» είναι ελλειπτική:
    - «Δάκρυσα πολύ»
    - «Κι εγώ», εννοείται: «κι εγώ δάκρυσα πολύ», αλλά είναι πλήρως κατανοητό και χωρίς το «δάκρυσα πολύ».

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]