ελληνιστί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αρχαία ελληνική ἑλληνιστί > ἑλληνίζω + κατάληξη -τί.
Επίρρημα[επεξεργασία]
ελληνιστί, τροπικό
κατά τρόπο ελληνικό, στην ελληνική γλώσσα, ελληνικά.
Αναφορές[επεξεργασία]
«Ἑλληνιστὶ ἐσταλμένον, ὑπεξυρημένον τὸ γένειον, ἄζωστον, ἀσίδηρον, ἤδη στωμύλον, αὐτῶν τῶν Ἀττικῶν ἕνα τῶν αὐτοχθόνων» Λουκιανός «Σκύθης ή Πρόξενος § 5»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελληνιστί
|