ελληνοδιδάσκαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελληνοδιδάσκαλος < ελληνο- (Έλληνας) + διδάσκαλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελληνοδιδάσκαλος αρσενικό (θηλυκό ελληνοδιδασκάλισσα)
- (παρωχημένο, εκπαίδευση, επάγγελμα) ο δάσκαλος των (αρχαίων) ελληνικών
- (παρωχημένο, εκπαίδευση, επάγγελμα) ο εκπαιδευτικός στο σχολαρχείο ή στο ελληνικό σχολείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελληνοδιδάσκαλος
|