ελόβιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ελόβιος | η | ελόβια | το | ελόβιο |
γενική | του | ελόβιου | της | ελόβιας | του | ελόβιου |
αιτιατική | τον | ελόβιο | την | ελόβια | το | ελόβιο |
κλητική | ελόβιε | ελόβια | ελόβιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ελόβιοι | οι | ελόβιες | τα | ελόβια |
γενική | των | ελόβιων | των | ελόβιων | των | ελόβιων |
αιτιατική | τους | ελόβιους | τις | ελόβιες | τα | ελόβια |
κλητική | ελόβιοι | ελόβιες | ελόβια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈlo.vi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λό‐βι‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
ελόβιος, -α, -ο
- (ζωολογία, βοτανική) ζώο ή φυτό που ζει και αναπτύσσεται σε βάλτους (έλη ή σε λιμνάζοντα νερά
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη έλος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελόβιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ελό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)