εμβολιαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eɱ.vo.li.aˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐βο‐λι‐α‐στής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμβολιαστής αρσενικό (θηλυκό εμβολιάστρια)
- (ιατρική) αυτός που εμβολιάζει
- ※ Ο ΠΟΥ από το 2011 έχει εκδώσει και επικαιροποιεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα κατευθυντήριες οδηγίες για τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις παροχής επαρκών και κατάλληλων φαρμακευτικών υπηρεσιών (W.H.O., Technical Report Series, No. 961, 2011), στις οποίες, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι ο φαρμακοποιός πρέπει να ασκεί και τον ρόλο του εμβολιαστή, συμμετέχοντας σε εμβολιαστικά προγράμματα, αυξάνοντας την εμβολιαστική κάλυψη και συμβάλλοντας με πρωταγωνιστικό ρόλο στη διασφάλιση της ανοσοποίησης του πληθυσμού. (εφ. Πρώτο Θέμα, 14.03.2019)
- (βοτανική) συσκευή ή άτομο που εμβολιάζει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εμβολιαστικός
- → δείτε τις λέξεις εμβολιάζω, εμβόλιο και βάλλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμβολιαστής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)