εμποροπανηγύρεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εμποροπανηγύρεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εμποροπανήγυρη
- εναλλακτικά: εμποροπανήγυρης
εμποροπανηγύρεως θηλυκό