εμποροράφτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμποροράφτης < (καθαρεύουσα) ἐμπορορράπτης. Μορφολογικά, εμπορο- + ράφτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμποροράφτης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο ράφτης ενδυμάτων που ο ίδιος πουλά στον πελάτη και το σχετικό ύφασμα ή ό,τι άλλο απαιτείται
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις έμπορος, πόρος, περνώ και ράβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμποροράφτης