εμφατικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμφατικώς < ελληνιστική κοινή ἐμφατικῶς < ἐμφατικός < αρχαία ελληνική ἐμφαίνω < φαίνω
Επίρρημα
[επεξεργασία]εμφατικώς
- (λόγιο) άλλη μορφή του εμφατικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμφατικώς
|