εναγκαλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εναγκαλισμός < εναγκαλισ- (εναγκαλίζομαι) + -μός[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εναγκαλισμός αρσενικό
- η στενή και τρυφερή περίπτυξη, αγκάλιασμα
- (μεταφορικά, συνήθως στον πληθυντικό) σχέση συνεργασίας που είναι ιδιαίτερα στενή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εναγκαλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας