εναργής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εναργής | η | εναργής | το | εναργές |
γενική | του | εναργούς* | της | εναργούς | του | εναργούς |
αιτιατική | τον | εναργή | την | εναργή | το | εναργές |
κλητική | εναργή(ς) | εναργής | εναργές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εναργείς | οι | εναργείς | τα | εναργή |
γενική | των | εναργών | των | εναργών | των | εναργών |
αιτιατική | τους | εναργείς | τις | εναργείς | τα | εναργή |
κλητική | εναργείς | εναργείς | εναργή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εναργής < αρχαία ελληνική ἐναργής < ἐν- + -αργής (< ἀργός = αστραφτερός / λευκός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.naɾˈʝis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ναρ‐γής
Επίθετο[επεξεργασία]
εναργής, -ής, -ές
- που φαίνεται με ευκρίνεια και διαύγεια
- ※ Όλ’ αυτά ήρθαν στη μνήμη μου ζωντανά, εναργή, σα να ήσαν μόλις χτεσινά. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
- ≈ συνώνυμα: διαυγής, ευκρινής
- ≠ αντώνυμα: δυσδιάκριτος
- (μεταφορικά) που μπορεί εύκολα να κατανοηθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εναργής
|