ενδημοεπιδημία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδημοεπιδημία θηλυκό
- (ιατρική, ζωολογία, βοτανική) εξάπλωση ασθένειας (επί ανθρώπων, ζώων ή φυτών) μεταβαλλόμενη από ενδημία σε επιδημία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδημοεπιδημία
|