ενδογλωσσικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδογλωσσικός < ενδο- + γλωσσικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική intralinguistic ή intralingual[1])
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδογλωσσικός -ή -ό
- (γλωσσολογία) που γίνεται στο εσωτερικό μιας γλώσσας ή που αναφέρεται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους μιας γλώσσας
- ↪ ενδογλωσσική μετάφραση
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδογλωσσικός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ενδογλωσσικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ενδο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)