ενδοκάρδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενδοκάρδιο < (άμεσο δάνειο) νεολατινική endocardium (ενδο- + καρδιά)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /en.ðoˈkaɾ.ði.o/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενδοκάρδιο ουδέτερο
- (ανατομία, καρδιολογία) μεμβράνη που καλύπτει το εσωτερικό της καρδιάς
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενδοκάρδιο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ενδο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Καρδιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)