ενδομυϊκά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ενδομυϊκά < ενδομυϊκός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]ενδομυϊκά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενδομυϊκά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ενδομυϊκά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενδομυϊκό