ενδοτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδοτικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐνδοτικότης (μαρτυρείται από το 1883) (ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης αναφέρει 1887[1], ενώ ο Στέφανος Κουμανούδης[2] 1890)
- Μορφολογικά, < ενδοτικ(ός) + -ότης > -ότητα[3]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /en.ðo.tiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δο‐τι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδοτικότητα θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενδίδω / υποχωρώ
- ≈ συνώνυμα: υποχωρητικότητα, συμβιβαστικότητα
- άλλες μορφές: ενδοτισμός[4]
- (κατ’ επέκταση) (λόγιο) ευκαμψία, ελαστικότητα
- (ιατρική) (σταδιακή) υποχώρηση
- ↪ βελτιώνεται η ενδοτικότητα των τοιχωμάτων των αρτηριών
- (τεχνολογία, μηχανολογία) ελαστικότητα, ειδική ρύθμιση μιας σύνδεσης, ώστε να παρουσιάζει ανοχές σε ορισμένες κινήσεις
- ※ Μια ανάρτηση με σωστή ενδοτικότητα επιτρέπει την προς τα πίσω κίνηση των τροχών στις λακκούβες, αλλά όχι την εγκάρσια κίνηση των τροχών στις στροφές. (www.4troxoi.gr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοτικότητα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ σελ. 367, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ ενδοτικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ενδοτικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)