ενδυματολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδυματολόγος < ένδυμα, ενδύματ-(ος) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδυματολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που φτιάχνει ενδύματα / ρούχα για θεατρικές ή τηλεοπτικές ή κινηματογραφικές παραστάσεις
- ※ Είχα μάθει τους ρόλους μου και, καθώς δεν υπήρχε ενδυματολόγος, είχα ράψει φορεματάκια και αγοράσει καπελάκια και ήμουνα φιγουρίνι. (Γράμμα στον Κωστή, Ξένια Καλογεροπούλου, Εκδ. Πατάκη, 2015 [1])
- ※ Οι σκηνογράφοι και οι ενδυματολόγοι κάνανε την εμφάνισή τους με τη λειτουργία του Εθνικού. Οι πολυπρόσωπες και δαπανηρές παραστάσεις που ανέβαζε απαιτούσαν πλούσια σκηνικά και κοστούμια, που σχεδιάζονταν και κατασκευάζονταν για ... (Εθνικό θέατρο: εξήντα χρόνια σκηνή και παρασκήνιο, Βασίλης Κανάκης, Εκδ. Κάκτος, 1999)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)