ενεργειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενεργειακός < ενέργει(α) + -ακός
Επίθετο
[επεξεργασία]ενεργειακός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την ενέργεια
ενεργειακός, -ή, -ό