ενεργοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενεργοποιούμαι < παθητική φωνή του ενεργοποιώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.neɾ.ɣo.piˈu.me/
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεργοποιούμαι, πρτ.: ενεργοποιούμουν, στ.μέλλ.: θα ενεργοποιηθώ, αόρ.: ενεργοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ενεργοποιημένος
- με ενεργοποιούν, με καθιστούν ενεργό, με θέτουν σε λειτουργία
- ο εκρηκτικός μηχανισμός ενεργοποιήθηκε από απόσταση με κινητό τηλέφωνο
- (για ανθρώπους) αρχίζω να ενεργώ σε έναν τομέα, αναπτύσσω δραστηριότητα, δραστηριοποιούμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενεργοποιούμαι
|