ενεχυριάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενεχυριάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνεχυριάζω / ἐνεχυράζω[1] < αρχαία ελληνική ἐνέχυρον < φράση «ἐν ἐχυρῷ» [2] < ἐχυρός / ὀχυρός < ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ- (έχω, κατέχω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ne.çi.ɾiˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νε‐χυ‐ρι‐ά‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεχυριάζω, αόρ.: ενεχυρίασα, παθ.φωνή: ενεχυριάζομαι, π.αόρ.: ενεχυριάστηκα/ενεχυριάσθηκα, μτχ.π.π.: ενεχυριασμένος[3]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ενεχυρίαση
- ενεχυριασμός
- ενεχυριαστής
- ενεχυριάστρια
- → και δείτε τις λέξεις ενέχυρο, οχυρός και έχω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενεχυριάζω | ενεχυρίαζα | θα ενεχυριάζω | να ενεχυριάζω | ενεχυριάζοντας | |
β' ενικ. | ενεχυριάζεις | ενεχυρίαζες | θα ενεχυριάζεις | να ενεχυριάζεις | ενεχυρίαζε | |
γ' ενικ. | ενεχυριάζει | ενεχυρίαζε | θα ενεχυριάζει | να ενεχυριάζει | ||
α' πληθ. | ενεχυριάζουμε | ενεχυριάζαμε | θα ενεχυριάζουμε | να ενεχυριάζουμε | ||
β' πληθ. | ενεχυριάζετε | ενεχυριάζατε | θα ενεχυριάζετε | να ενεχυριάζετε | ενεχυριάζετε | |
γ' πληθ. | ενεχυριάζουν(ε) | ενεχυρίαζαν ενεχυριάζαν(ε) |
θα ενεχυριάζουν(ε) | να ενεχυριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενεχυρίασα | θα ενεχυριάσω | να ενεχυριάσω | ενεχυριάσει | ||
β' ενικ. | ενεχυρίασες | θα ενεχυριάσεις | να ενεχυριάσεις | ενεχυρίασε | ||
γ' ενικ. | ενεχυρίασε | θα ενεχυριάσει | να ενεχυριάσει | |||
α' πληθ. | ενεχυριάσαμε | θα ενεχυριάσουμε | να ενεχυριάσουμε | |||
β' πληθ. | ενεχυριάσατε | θα ενεχυριάσετε | να ενεχυριάσετε | ενεχυριάστε | ||
γ' πληθ. | ενεχυρίασαν ενεχυριάσαν(ε) |
θα ενεχυριάσουν(ε) | να ενεχυριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενεχυριάσει | είχα ενεχυριάσει | θα έχω ενεχυριάσει | να έχω ενεχυριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενεχυριάσει | είχες ενεχυριάσει | θα έχεις ενεχυριάσει | να έχεις ενεχυριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενεχυριάσει | είχε ενεχυριάσει | θα έχει ενεχυριάσει | να έχει ενεχυριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενεχυριάσει | είχαμε ενεχυριάσει | θα έχουμε ενεχυριάσει | να έχουμε ενεχυριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενεχυριάσει | είχατε ενεχυριάσει | θα έχετε ενεχυριάσει | να έχετε ενεχυριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενεχυριάσει | είχαν ενεχυριάσει | θα έχουν ενεχυριάσει | να έχουν ενεχυριάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενεχυριάζομαι | ενεχυριαζόμουν(α) | θα ενεχυριάζομαι | να ενεχυριάζομαι | ||
β' ενικ. | ενεχυριάζεσαι | ενεχυριαζόσουν(α) | θα ενεχυριάζεσαι | να ενεχυριάζεσαι | ||
γ' ενικ. | ενεχυριάζεται | ενεχυριαζόταν(ε) | θα ενεχυριάζεται | να ενεχυριάζεται | ||
α' πληθ. | ενεχυριαζόμαστε | ενεχυριαζόμαστε ενεχυριαζόμασταν |
θα ενεχυριαζόμαστε | να ενεχυριαζόμαστε | ||
β' πληθ. | ενεχυριάζεστε | ενεχυριαζόσαστε ενεχυριαζόσασταν |
θα ενεχυριάζεστε | να ενεχυριάζεστε | (ενεχυριάζεστε) | |
γ' πληθ. | ενεχυριάζονται | ενεχυριάζονταν ενεχυριαζόντουσαν |
θα ενεχυριάζονται | να ενεχυριάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενεχυριάστηκα | θα ενεχυριαστώ | να ενεχυριαστώ | ενεχυριαστεί | ||
β' ενικ. | ενεχυριάστηκες | θα ενεχυριαστείς | να ενεχυριαστείς | ενεχυριάσου | ||
γ' ενικ. | ενεχυριάστηκε | θα ενεχυριαστεί | να ενεχυριαστεί | |||
α' πληθ. | ενεχυριαστήκαμε | θα ενεχυριαστούμε | να ενεχυριαστούμε | |||
β' πληθ. | ενεχυριαστήκατε | θα ενεχυριαστείτε | να ενεχυριαστείτε | ενεχυριαστείτε | ||
γ' πληθ. | ενεχυριάστηκαν ενεχυριαστήκαν(ε) |
θα ενεχυριαστούν(ε) | να ενεχυριαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ενεχυριαστεί | είχα ενεχυριαστεί | θα έχω ενεχυριαστεί | να έχω ενεχυριαστεί | ενεχυριασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ενεχυριαστεί | είχες ενεχυριαστεί | θα έχεις ενεχυριαστεί | να έχεις ενεχυριαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ενεχυριαστεί | είχε ενεχυριαστεί | θα έχει ενεχυριαστεί | να έχει ενεχυριαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ενεχυριαστεί | είχαμε ενεχυριαστεί | θα έχουμε ενεχυριαστεί | να έχουμε ενεχυριαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ενεχυριαστεί | είχατε ενεχυριαστεί | θα έχετε ενεχυριαστεί | να έχετε ενεχυριαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ενεχυριαστεί | είχαν ενεχυριαστεί | θα έχουν ενεχυριαστεί | να έχουν ενεχυριαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ενεχυριασμένος - είμαστε, είστε, είναι ενεχυριασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ενεχυριασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ενεχυριασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ενεχυριασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ενεχυριασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ενεχυριασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ενεχυριασμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενεχυριάζω
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ενεχυριάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ενέχυρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)