ενορχηστρωμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενορχηστρωμένα < ενορχηστρωμένος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]ενορχηστρωμένα
- με τρόπο που υποδηλώνει συντονισμό επιθετικών ενεργειών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενορχηστρωμένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]ενορχηστρωμένα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ενορχηστρωμένο) του ενορχηστρωμένος