εντολοδόχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εντολοδόχος < εντολ(ή) + -ο- + -δόχος (< (ελληνιστική κοινή) -δόχος < αρχαία ελληνική -δόκος < δέχομαι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εντολοδόχος αρσενικό ή θηλυκό
- που δέχεται εντολή
- πολλοί εντολοδόχοι υπάλληλοι σε πολυεθνικές υποχρεούνται να μετατεθούν σε εξωτερικό πόστο όταν προκύψουν δουλειές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- εντολοδόχος πρωθυπουργός: (πολιτική) που έχει λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ασκεί τα σχετικά καθήκοντα, αλλά δεν έχει πάρει ακόμα ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή