εντύπωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εντύπωση | οι | εντυπώσεις |
γενική | της | εντύπωσης* | των | εντυπώσεων |
αιτιατική | την | εντύπωση | τις | εντυπώσεις |
κλητική | εντύπωση | εντυπώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εντυπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εντύπωση < ελληνιστική κοινή ἐντύπωσις < αρχαία ελληνική ἐντυπόω / ἐντυπῶ < ἔντυπος < ἐν + τύπος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική impression)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /enˈdi.po.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εντύπωση θηλυκό
- (ψυχολογία) η αποτύπωση στη συνείδηση κάποιου ενός γεγονότος, ερεθίσματος κ.λπ.
- η (κάπως αβέβαιη, ατεκμηρίωτη και ανολοκλήρωτη) ιδέα ή γνώμη που σχηματίζει κάποιος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κάνω εντύπωση: προκαλώ το έντονο ενδιαφέρον ή προσοχή του άλλου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εντυπωσιάζω
- εντυπωσιακά
- εντυπωσιακός
- εντυπωσίαση
- εντυπωσιασμός
- → δείτε τις λέξεις εντυπώνω, τυπώνω και τύπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εντύπωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)